Η νόσος Parkinson είναι μία από τις πιο συχνά εμφανιζόμενες νευρολογικές ασθένειες. Όσο αυξάνεται η ηλικία τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες να ασθενήσει κανείς από τη νόσο. Εμφανίζεται συνήθως στην ηλικία μεταξύ 50 – 65 ετών ενώ πολύ σπάνια εμφανίζεται πριν το τεσσαρακοστό έτος (νεανικό Parkinson).
Η ακριβής αιτιολογία εκδήλωσης της νόσου παραμένει άγνωστη. Κύριες αιτίες εκδήλωσης θεωρούνται γενετικοί, περιβαλλοντικοί (χημικά, μέταλλα, μαγνητικά πεδία) και διατροφικοί παράγοντες. Υπάρχει ισχυρή συσχέτιση με την κατανάλωση του γάλακτος αλλά όχι με την κατανάλωση τυριού και γιαουρτιού (Kyrozis e.a.2013).
Οι παραπάνω παράγοντες προκαλούν κάποιες σύνθετες χημικές διαταραχές κατά την διαδικασία του μεταβολισμού των πρωτεϊνών κυρίως στα νευρικά κύτταρα που παράγουν τον νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη, στα βασικά γάγγλια. Αυτές οι διαταραχές τελικά προκαλούν τον κυτταρικό θάνατο των νευρικών κυττάρων και όταν η απώλειά τους ξεπεράσει το 60% εμφανίζονται τα συμπτώματα της νόσου Parkinson.
Στο αρχικό στάδιο της νόσου εμφανίζονται συμπτώματα που δεν είναι χαρακτηριστικά της, όπως διαταραχές του ύπνου, της όσφρησης, κατάθλιψη, πόνοι στα άκρα.
Τα συμπτώματα της νόσου (τρόμος ηρεμίας, βραδυκινησία, δυσκαμψία και στασική αστάθεια) δεν εμφανίζονται σε όλους τους ασθενείς στην πλήρη ή ολοκληρωμένη τους μορφή και γι’ αυτό υπάρχει μεγάλη ατομική ποικιλομορφία.
Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται πρώτα στη μία πλευρά του σώματος ενώ στα επόμενα τρία χρόνια εμφανίζονται αμφοτερόπλευρα. Μετά το πέρας της 5ετίας εμφανίζονται προβλήματα ισορροπίας και έπειτα μέσα στη 10ετία παρατηρούμε όλο και περισσότερα περιστατικά πτώσης.
Εκτός από τις κινητικές διαταραχές παρατηρούνται και μη κινητικές όπως: αισθητικές διαταραχές, κόπωση, απάθεια, κατάθλιψη, ανησυχία, ψύχωση, άνοια, επιβράδυνση σκέψης, καθώς και διαταραχές στο αυτόνομο νευρικό σύστημα (πεπτικές διαταραχές, συχνοουρία, δυσκοιλιότητα, αυξημένη δραστηριότητα των ιδροτοποιών και σμηγματογόνων αδένων, σεξουαλική δυσλειτουργία).
Η πρόγνωση της εξέλιξης της νόσου εξαρτάται από τα συμπτώματα.
Η νόσος εξελίσσεται αργά στους ασθενείς που εμφανίζουν αυξημένο τρόμο, ενώ στους ασθενείς που εμφανίζουν πάγωμα παρατηρούμε ραγδαία εξέλιξη της νόσου.
Επίσης, κακοί προγνωστικοί παράγοντες εξέλιξης θεωρούνται η μεγαλύτερη ηλικία
(80 έτη), η κατάθλιψη και η άνοια.
Η διαχείριση της νόσου περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και φυσικοθεραπεία, ενώ στα προχωρημένα στάδια της νόσου, σε ένα μικρό ποσοστό ασθενών (νεότερης ηλικίας) μπορεί να γίνει χειρουργική εμφύτευση μιας συσκευής που προκαλεί εγκεφαλική διέγερση στέλνοντας ηλεκτρικά ερεθίσματα σε συγκεκριμένα τμήματα του εγκεφάλου.
Λόγω της τεράστιας ατομικής ποικιλομορφίας η φυσικοθεραπεία είναι διαφορετική για κάθε ασθενή, ενώ ανάλογα με το στάδιο εξέλιξης της νόσου πρέπει να τείθονται εξατομικευμένοι στόχοι.
Συνθήκες όπως ο αυξημένος μυικός τόνος, η αδυναμία, η κακή ισορροπία, ο κακός συντονισμός, προβλήματα στη μνήμη, προβλήματα συμπεριφοράς, καθώς και προβλήματα αντίληψης αλλάζουν τον τρόπο λειτουργίας του ασθενή.
Το φυσικοθεραπευτήριο υποστηρίζει και την κατ’ οίκον αποκατάσταση σε ασθενείς που δεν μπορούν να μετακινηθούν με στόχο τη βελτίωση των καθημερινών δραστηριοτήτων.